αμφίκαμπτος

αμφίκαμπτος
ος , ον загнутый с обеих сторон

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αμφίκαμπτος" в других словарях:

  • αμφίκαμπτος — η, ο [κάμπτω] αυτός, τού οποίου έχουν καμφθεί και τα δύο άκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + καμπτος < κάμπτω] …   Dictionary of Greek

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»